- κυριοκτόνος
- κυριοκτόνοςslaying a sovereign lordmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κυριοκτόνος — κυριοκτόνος, ον (AM) το αρσ. ως ουσ. ὁ κυριοκτόνος αυτός που θανάτωσε τον Κύριο αρχ. αυτός που φονεύει έναν κύριο, έναν δεσπότη. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύριος + κτόνος (< κτείνω)] … Dictionary of Greek
κυριοκτόνον — κυριοκτόνος slaying a sovereign lord masc/fem acc sg κυριοκτόνος slaying a sovereign lord neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυριοκτόνα — κυριοκτόνος slaying a sovereign lord neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυριοκτόνοι — κυριοκτόνος slaying a sovereign lord masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυριοκτόνοις — κυριοκτόνος slaying a sovereign lord masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυριοκτόνου — κυριοκτόνος slaying a sovereign lord masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυριοκτόνους — κυριοκτόνος slaying a sovereign lord masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυριοκτόνων — κυριοκτόνος slaying a sovereign lord masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυριοκτόνῳ — κυριοκτόνος slaying a sovereign lord masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-κτόνος — (AM κτόνος) β συνθετικό λ. τής Ελληνικής που ανάγεται στο ρ. κτείνω και που δηλώνει τον φονέα αυτού που σημαίνει το α συνθετικό (πρβλ. αδελφοκτόνος, πατροκτόνος). Σπανίως απαντά ως προπαροξύτονο με παθ. σημ. (ταυρόκτονος «αυτός που σκοτώθηκε από… … Dictionary of Greek